- πήω
- Α(βοιωτ. τ.) βλ. παίω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πηῷ — πηός kinsman by marriage masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παίω — και βοιωτ. τ. πήω (Α) 1. χτυπώ με το χέρι, με ράβδο ή με όπλο («τοῑσι σκυτάλοισι ἔπαιον τοὺς Πέρσας», Ηρόδ.) 2. (για κωπηλάτη) χτυπώ με το κουπί («ἔπαισαν ἄλμην βρύχιον ἐκ κελεύματος», Αισχύλ.) 3. (σχετικά με βέλη, ακόντια ή βλήματα) βάλλω («τοὺς … Dictionary of Greek